- τιθεῖσα
- τίθημιppres part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθείσα — τιθείσᾱ , τίθημι p pres part act fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθείσας — τιθείσᾱς , τίθημι p pres part act fem acc pl τιθείσᾱς , τίθημι p pres part act fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθεῖσ' — τιθεῖσα , τίθημι p pres part act fem nom/voc sg τιθεῖσι , τίθημι p pres part act masc/neut dat pl τιθεῖσι , τίθημι p pres ind act 3rd pl (ionic) τιθεῖσαι , τίθημι p pres part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούριμος — κούριμος, ίμη, ον (ΑM, Α θηλ. και ος) αυτός που έχει αποκοπεί με κούρεμα, κομμένος («ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην κουρά, στο κούρεμα («σίδαρον ἐπὶ κάρα τιθεῑσα κούριμον», Ευρ.) 2. το θηλ.… … Dictionary of Greek